θέτω

θέτω
(αόρ. έθεσα, παθ. αόρ. τέθηκα и ετέθην) μετ.
1) ставить, класть; помещать; вкладывать; 2) закладывать (фундамент и т. п.); 3) перен. ставить; устанавливать;

θέτω τάξη — устанавливать порядок;

θέτω ζήτημα εμπιστοσύνης — ставить вопрос о доверии;

θέτω όρους — ставить условия;

§ θέτω σε κίνηση — приводить в движение; — запускать; — заводить; — включить;

θέτω την ανάφλεξη — включать зажигание;

θέτω εκτός μάχης ( — или εκποδών) — воен, выводить из строя;

θέτω σαν αρχή — а) класть в основу; — б) брать за правило;

θέτω σε δύσκολη θέση — ставить кого-л. в затруднительное положение;

θέτω νομούς — устанавливать законы;

θέτω υπό αμφισβήτηση — ставить под сомнение; — оспаривать;

θέτω υπ' όψη — ставить в известность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θέτω" в других словарях:

  • θέτω — θέτω, έθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θετῷ — θετός placed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθέτω — θέτω κάτι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ενθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — θέτω κάποιον ή κάτι στην κυριότητα κάποιου, τον κατατάσσω, τον εντάσσω: Δεν υπάγομαι σ’ αυτήν την κατηγορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστιοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ στην ιστιοθήκη τού πλοίου τα ιστία τα οποία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν άμεσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + θετῶ (< θέτης < θέτω), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • θυγατροθετώ — θυγατροθετῶ, έω (Μ) παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»